-
1 ἀπο-κρύπτω
ἀπο-κρύπτω ( ἀποκρύπτασκε Hes. Th. 157), verbergen, verhehlen, Hom. nur aor. I. act., ἀπέκρυψε μοι ἵππους Il. 11, 718; αἲ γάρ μιν δυναίμην ϑανάτοιο νόσφιν ἀποκρύψαι 18, 465; γαστέρα ἀποκρύψαι Od. 17, 286; verdunkeln, σοφίαν Plat. Apol. 22 d; ἀποκεκρυμμένη, verborgen, Phaedr. 273 c; χιὼν ἀπέκρυψε τὰ ὅπλα Xen. An. 4, 4, 11; τὸν ἥλιον ἀποκρύπτειν, die Sonne verdunkeln, Her. 7, 226; καὶ καταλῠσαι τοὺς λόγους Alcidam. sophist. 678, 30; ἀποκρύπτειν γῆν, von Schiffen, die absegeln, das Land aus dem Gesicht verlieren, Plat. Prot. 338 a; Luc. V. Hist. 2, 38; absolut, ἀναχωροῠντες ἀπέκρυψαν, sie waren aus dem Gesicht, Thuc. 5, 65. – Am gew. med., sich oder das Seinige verbergen, verheimlichen, Her. 7, 28; ἑαυτόν Plat. Rep. III, 393 c; ἀδυναμίαν, τέχνην, Gorg. 492 a Prot. 348 e; ἀποκρυπτόμενος im Ggstz von κατατιϑεὶς εἰς τὸ μέσον Phil. 14 b; τινά τι, σφὼ τὸ ἐμοὶ ξυμβαῖνον Legg. III, 702 c; μὴ ἀποκρύπτου με, οἷς ἂνβούλοιο φίλος γενέσϑαι Xen. Mem. 2, 6, 29; ἀποκέκρυπται τὴν οὐσίαν Dem. 28, 3; περὶ ὧν ἀποκρυπτόμεϑα μηδένα εἰδέναι Lys. 7, 18; Thuc. 2, 53 ἀπεκρύπτετο, μὴ καϑ' ἡδονὴν ποιεῖν.
-
2 αποκρυπτω
1) тж. med. скрывать, прятать, утаивать(τινί τι Hom., Plut. и τινά τινος Hom.)
2) закрывать, затмевать(τὸν ἥλιον ὑπὸ τοῦ πλήθεος τῶν ὀϊστῶν Her.; χιὼν ἀπέκρυψε τοὺς ἀνθρώπους Xen.; ἀπεκρύπτετο ζόφῳ τὸ πεδίον Plut.)
; перен. заслонять, затемнять(τέν σοφίαν Plat.)
3) терять из виду(γῆν Plat.; τινά Luc.)
4) (sc. ἑαυτόν) скрываться из виду(ἀναχωροῦντες ἀπέκρυψαν Thuc.)